διαμάντι — Ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από άνθρακα κρυσταλλωμένο στο κυβικό ή μονομετρικό σύστημα. Στην καθαρή του μορφή είναι άχρωμο. Η τυχαία παρουσία ξένων ουσιών τού προσδίδει ελαφρές ή έντονες αποχρώσεις, οι οποίες ελαττώνουν ή αυξάνουν την… … Dictionary of Greek
τοκογλυφικός — ή, ό, Ν (οικον.) 1. αυτός που ανήκει στην τοκοφλυφία και στον τοκογλύφο 2. φρ. «τοκογλυφικό κεφάλαιο» α) το κεφάλαιο το οποίο δανείζει ο τοκογλύφος με τοκογλυφικό επιτόκιο β) το σύνολο τών κεφαλαίων τα οποία διακινούν οι τοκογλύφοι μιας… … Dictionary of Greek
τραπεζικός — ή, ό, το θηλ. ως ουσ. και τραπεζικός, η, Ν 1. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τράπεζα ή στη λειτουργία ενός τέτοιου πιστωτικού ιδρύματος (α. «τραπεζικός υπάλληλος» ο υπάλληλος που εργάζεται σε τράπεζα β. «τραπεζικό… … Dictionary of Greek
Μπουργκάς — (Βurgas). Πόλη (193.316 κάτ. το 2001) της ανατολικής Βουλγαρίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας. Ιστορία. Ταυτισμένη με τη βυζαντινή πόλη Πύργος, μνημονεύεται με αυτή την ονομασία από τον 14ο αι. Έχασε την αίγλη της υπό την οθωμανική… … Dictionary of Greek
Μπουρκίνα Φάσο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με το Μάλι, στα Να με την Ακτή του Ελεφαντοστού και στα Ν με την Γκάνα, το Τόγκο και την Μπενίν.H M.Φ. δημιουργήθηκε το 1960 από τον διαμελισμό της Γαλλικής Δυτικής Aφρικής και… … Dictionary of Greek